- καλαμήτρια
καλαμήτρια, ἡ, Aehrenleserinn, Plut. an sen. ger. resp. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμήτρια, ἡ, Aehrenleserinn, Plut. an sen. ger. resp. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμήτρια — και καλαμητρίς, ἡ (Α) [καλαμώμαι] αυτή που συλλέγει καλάμια, που σταχυολογεί τα υπολείμματα μετά τον θερισμό … Dictionary of Greek