- κνημαῖος
κνημαῖος, zur Wade gehörig, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνημαῖος, zur Wade gehörig, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνημαίος — α, ο (Α κνημαῑος, αία, ον) βλ. κνημιαίος … Dictionary of Greek
κνημιαίος — και κνημαίος, α, ο (AM κνημιαῑος και κνημαῑος, αία, ον) [κνήμη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμη («κνημιαίος μυς») … Dictionary of Greek
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek