- καθαριστήριον
καθαριστήριον, τό, Ort zum Reinigen, bes. der Metalle, Harpocr. v. κεγχρεών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθαριστήριον, τό, Ort zum Reinigen, bes. der Metalle, Harpocr. v. κεγχρεών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθαριστήριον — place for purifying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριστήριο — το (AM καθαριστήριον) [καθαρίζω] νεοελλ. τόπος στον οποίο γίνεται καθαρισμός, εργαστήριο καθαρισμού («έδωσα τα ρούχα στο καθαριστήριο») μσν. κούπα αρχ. τόπος για εξαγνισμό, για καθαρισμό, καθαρτήριο … Dictionary of Greek