καθαρισμός

καθαρισμός

καθαρισμός, , Reinigung, Reinigungsopfer; Luc. asin. 22; N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθαρισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρισμός — ο (AM καθαρισμός) [καθαρίζω] νεοελλ. μσν. καθάρισμα* μσν. διασάφηση, ξεκαθάρισμα αρχ. καθαρμός, εξαγνισμός …   Dictionary of Greek

  • καθαρισμός — ο καθάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαρισμοῖς — καθαρισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρισμοί — καθαρισμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρισμοῦ — καθαρισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρισμούς — καθαρισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρισμῶν — καθαρισμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρισμῷ — καθαρισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρισμόν — καθαρισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”