- καλύκιον
καλύκιον, τό, dim. von κάλυξ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλύκιον, τό, dim. von κάλυξ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλύκιον — καλύκιον, τὸ (Α) [κάλυξ] μτγν. 1. μικρός κάλυκας 2. (κατά τον Ησύχ.) «μικρὸν ῥόδον» … Dictionary of Greek
καλύκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυκίοις — καλύκιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυκίῳ — καλύκιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύκια — καλύκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)