καλύκωσις, ἡ, die Rose, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλύκωσις — καλύκωσις, ἡ (Α) (για τον κρίνο) άνθος, ίσως κάλυκας ρόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καλυκόω, ῶ < κάλυξ, υκος] … Dictionary of Greek
καλίγωσις — ή καλίγωση και καλίκωσις ή καλύκωσις, ἡ (Μ) [καλιγώνω] το να φορεί κανείς υποδήματα … Dictionary of Greek