- καλύβιον
καλύβιον, τό, dim. zum Vorigen; Plut. Pomp. 73; μικρόν D. Hal. 10, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλύβιον, τό, dim. zum Vorigen; Plut. Pomp. 73; μικρόν D. Hal. 10, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλύβιον — καλύβη hut neut nom/voc/acc sg καλύβιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύβι — το (AM καλύβιον, Μ και καλύβι[ν]) υποκορ. τού καλύβα*, μικρή καλύβα νεοελλ. πενιχρή κατοικία, φτωχικό σπίτι μσν. σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβιον, υποκορ. τού τ. καλύβη] … Dictionary of Greek
καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… … Dictionary of Greek
ԽՈՒՂ — (խըղի, ից, կամ խղոյ.) NBH 1 0983 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c գ. καλύβη, καλύβιον tugurium, tuguriolum. Հիւղ. խուց. խրճիթ. տաղաւար. ... *Իբրեւ խուղ մի մրգապահաց: Խուղս մրգի. Կոչ. ՟Ժ՟Դ: Վրդն. սղ.: *նոյեան, խուղ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԻՒՂ — (ի, ից.) NBH 2 0101 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ՀԻՒՂ καλύβη, καλύβιον, σποροφυλάκιον casa, casula, pomarii custodia. գրի եւ ՀԻՂ, ՀԵՂ կամ ՀԵՂՔ. այն է Խուղ, խուց կամ խրճիթ եւ տաղաւար շինականաց, պարտիզպանաց, եւ այլն. ռմկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καλυβίοις — καλύβη hut neut dat pl καλύβιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυβίου — καλύβη hut neut gen sg καλύβιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυβίῳ — καλύβη hut neut dat sg καλύβιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύβια — καλύβη hut neut nom/voc/acc pl καλύβιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)