κακ-ήγορος

κακ-ήγορος

κακ-ήγορος, Böses von Einem redend, verläumdend, schmähend; Pind. Ol. 1, 53; γλῶττα Plat. Phaedr. 254 e; Ath. V, 220 a; Poll. 2, 127 führt aus den comic. den compar. κακηγορίστερος u. den superl. κακηγορίστατος an; auch adv., Poll. 8, 81.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυηγόρος — ον, Α πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηγορος (< ἀγορά «συνέλευση, συζήτηση»), πρβλ. δικ ηγόρος, κακ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

  • κακηγόρος — και δωρ. τ. κακαγόρος, ον (Α) αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”