- κακή-πολις
κακή-πολις, ἡ, eine schlechte Stadt, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακή-πολις, ἡ, eine schlechte Stadt, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ASCRA — vicus Boeotiae, in aspero, et sterili loco, in dextra parte Heliconis, Hesiodi patria, teste ipsô in his, Ε῎ργ. v. 537. Νάςςατο δ᾿ ἀγχ᾿ Ε῾λικῶνος ὀϊζυρῇ ἐνὶ κώμῃ Α῎ςκρῃ, χεῖμα κακῇ, ςθέρει αργαλέῃ οὐδὲ ποτ᾿ ἐςθλῇ. Stephano πόλις vocatur. Bocharto … Hofmann J. Lexicon universale
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek
νοσώ — (ΑΜ νοσῶ, έω, Α ιων. τ. νουσέω) [νόσος] 1. προσβάλλομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος σωματικά ή ψυχικά («νοσοῡμεν καὶ τὰ ὦτα καὶ τὰ ὄμματα», Πλάτ.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε πολύ κακή κατάσταση (α. «τα οικονομικά τού κράτους νοσούν» β. «νοσεῑ τὰ τῶν… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek