κακώτρια, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακώτρια — κακώτρια, ἡ (AM) βλ. κακωτής … Dictionary of Greek
κακωτής — κακωτής, ο θηλ. κακώτρια (AM) [κακώ] κακοποιός, βλαπτικός … Dictionary of Greek