γαιήιος

γαιήιος

γαιήιος, der Erde angehörig, adjectiv. zu γαῖα, Hom. einmal, Odyss. 7, 324 Τιτυὸν γαιήιον υἱόν, = τὸν τῆς γῆς υἱόν, den Sohn der Erde; Odyss. 11, 576 Τιτυὸν γαίης ἐρικυδέος υἱόν; vgl. Σϑένελον Καπανήιον υἱόν Iliad. 5, 108, Σϑένελος, Καπανῆος ἀγακλειτοῦ φίλος υἱός 2, 564, Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον Odyss. 3, 264, Γοργείην κεφαλὴν δεινοῖο πελώρου 11, 634. Mit Anspielung auf Homer Aenigm. 29 (XIV, 23) γαιήιος υἱός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαιήιος — γαιήϊος , Γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαιήιος — γαιήιος. η, ον (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε απ τη γη 2. ο γήινος («βίου βροτέου γαιήια δεσμά·» τα γήινα δεσμά της ανθρώπινης ζωής) 3. (κύρ. όν.) Γαιήιος ή Γαίειος επίκληση του Ποσειδώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαία (κατά τα επίθετα σε ήιος)] …   Dictionary of Greek

  • Γαιήιος — Γαιήϊος , Γαιήιος sprung from Gaia masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαιήιον — γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαιηίους — γαιηΐους , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαιήια — γαιήϊα , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαιήιον — Γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc sg Γαιήϊον , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

  • Γαιηίους — Γαιηΐους , Γαιήιος sprung from Gaia masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαιήια — Γαιήϊα , Γαιήιος sprung from Gaia neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”