- κακο-γύναιος
κακο-γύναιος, mit Weibern unglücklich, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-γύναιος, mit Weibern unglücklich, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακογύναιος — κακογύναιος, ον (Α) αυτός που προξενεί κακό στις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γύναιος (< γύναιον), πρβλ. πολυ γύναιος, φιλο γύναιος] … Dictionary of Greek