- κακο-ζωΐα
κακο-ζωΐα, ἡ, unglückliches Leben, Procl.; Sp. auch κακοζωέω, schlecht leben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-ζωΐα, ἡ, unglückliches Leben, Procl.; Sp. auch κακοζωέω, schlecht leben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολιγοζωία — η (Α ὀλιγοζωία> το να ζήσει κανείς λίγα χρόνια, ο σύντομος βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ζωία (< ζωος < ζωή), πρβλ. κακο ζωία] … Dictionary of Greek