- κακο-καρπία
κακο-καρπία, ἡ, Unfruchtbarkeit, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-καρπία, ἡ, Unfruchtbarkeit, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισθοκαρπία — μισθοκαρπία, ἡ (Α) μισθωμένη επικαρπία πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + καρπία μέσω ενός αμάρτυρου *μισθόκαρπος (πρβλ. κακο καρπία)] … Dictionary of Greek