- κακ-εργέτις
κακ-εργέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ-εργέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακεργέτης — και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α) (ως σκωπτικό όνομα τού Πτολεμαίου Ζ σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακο ερ γός (< κακ(ο)* + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης (βλ … Dictionary of Greek