- κακ-εργέτης
κακ-εργέτης, ὁ, der Bösethuende, Ath. IV, 184 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ-εργέτης, ὁ, der Bösethuende, Ath. IV, 184 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] … Dictionary of Greek
πανεργέτης — ὁ, Α (ως επίθετο τού Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης: οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης] … Dictionary of Greek
κακεργέτης — και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α) (ως σκωπτικό όνομα τού Πτολεμαίου Ζ σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακο ερ γός (< κακ(ο)* + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης (βλ … Dictionary of Greek
κακοεργέτις — κακοεργέτις, ἡ (Α) αυτή που κάνει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. ενός αμάρτ. *κακοεργέτης (πρβλ. κακεργέτης) < κακο εργός (< κακ(ο) * + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης] … Dictionary of Greek