- κακ-εργάτης
κακ-εργάτης, ὁ, = κακεργέτης, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ-εργάτης, ὁ, = κακεργέτης, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] … Dictionary of Greek