- κακό-θυρσος
κακό-θυρσος, Erkl. von ἄϑυρσος, Schol. Eur. Or. 1492.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-θυρσος, Erkl. von ἄϑυρσος, Schol. Eur. Or. 1492.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόθυρσος — ον, Α (για τον Σειληνό) αυτός που τού αρέσουν τα κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θύρσος «κλαδί, ραβδί» (πρβλ. κακό θυρσος)] … Dictionary of Greek