- κακό-θροος
κακό-θροος, zsgzgn κακόϑρους λόγος, bös redend, schmähend, Soph. Ai. 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-θροος, zsgzgn κακόϑρους λόγος, bös redend, schmähend, Soph. Ai. 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκόθροος — ον, και συνηρ. τ. χαλκόθρους, ουν, ΜΑ χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + θροος / θρους (< θρόος / θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. κακό θροος / θρους, οἰωνό θροος] … Dictionary of Greek
τηλύθροος — και τηλέθροος, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀξύφωνος, μεγαλόφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε τηλέθροος (< τηλ[ε] * + θροος [< θροῦς «θόρυβος»]), πρβλ. κακό θροος] … Dictionary of Greek