- κακό-θυτος
κακό-θυτος, schlecht opfernd, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-θυτος, schlecht opfernd, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίθυτος — καλλίθυτος, ον (Α) αυτός που θυσιάστηκε με καλούς οιωνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θυτος (< θύω), πρβλ. κακό θυτος, πρωτό θυτος] … Dictionary of Greek