- κακό-φθαρτος
κακό-φθαρτος, übel verderbt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-φθαρτος, übel verderbt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσόφθαρτος — μουσόφθαρτος, ον (Α) αυτός που φονεύθηκε από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. ετοιμό φθαρτος, κακό φθαρτος] … Dictionary of Greek
πάμφθαρτος — πάμφθαρτος, ον (Α) αυτός που φθείρει τα πάντα, ολέθριος («παμφθάρτῳ μόρῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. κακό φθαρτος] … Dictionary of Greek
επίκηρος — ἐπίκηρος, ον (AM) και ἐπικήριος, ον (Α) 1. φθαρτός, θνητός 2. (για πράγμ.) αυτός που υπόκειται σε ανάλωση, σε φθορά, σε καταστροφή αρχ. 1. (για φυτά) λεπτός, λεπτοφυής 2. αυτός που επιφέρει κακό αποτέλεσμα, επικίνδυνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek