- κακό-φατος
κακό-φατος, schlecht auszusprechen, τὸ κακόφατον, der Uebelklang; auch gleich κακέμφατος, Quinct. inst. 3, 3, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-φατος, schlecht auszusprechen, τὸ κακόφατον, der Uebelklang; auch gleich κακέμφατος, Quinct. inst. 3, 3, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίσφατος — ἐπίσφατος, ον (AM) μσν. ολέθριος αρχ. διαβόητος, δυσφημημένος, με κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φατός (< φημί «λέγω, μιλώ»). Το σ αναλογικό κατά τα θέσφατος, πρόσφατος] … Dictionary of Greek