κακό-φημος

κακό-φημος

κακό-φημος, von übler Vorbedeutung; – übel berüchtigt, in üblen Ruf bringend, Sp. – Adv., Han. 5, 323.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • θεόφημος — θεόφημος, ον (Α) αυτός που αναγγέλλει τη θεία θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φημος (φήμη), πρβλ. εύ φημος, κακό φημος] …   Dictionary of Greek

  • πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • κακόφημος — η, ο (AM κακόφημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη συνοικία») μσν. αρχ. αυτός που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνος αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γεμάτο στόμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • υστεροφημία — η / ὑστεροφημία, ΝΑ μεταθανάτια καλή φήμη, η εύφημη μνεία κάποιου μετά τον θάνατό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φημία (< φημος < φήμη), πρβλ. κακο φημία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”