- γανύσκομαι
γανύσκομαι, dasselbe, Epist. Socrat. 18 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γανύσκομαι, dasselbe, Epist. Socrat. 18 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγγανύσκομαι — Α χαίρομαι και εγώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γανύσκομαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek