- καιρωστρίς
καιρωστρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 257.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καιρωστρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 257.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καιρωστρίς — καιρωστρίς, ίδος, ἡ (Α) [καιρώ] η υφάντρια … Dictionary of Greek