κανόνιον

κανόνιον

κανόνιον, τό, dim. von κανών, Luc. Harmon. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 153 als mathem. Instrument. – Nach Poll. 1, 92 heißen auch in den Schiffen mit einem Verdeck so τὰ ξύλα, ἐφ' ὧν αἱ σανίδες ἐπί-κεινται.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κανόνιον — κανόνιον, τὸ (AM) μσν. διάγραμμα για τον καθορισμό τού Πάσχα αρχ. 1. μικρή ράβδος για μέτρηση γραμμών ή επιφανειών 2. διαβήτης ή όργανο για μέτρηση τόξων 3. καθένα από τα ορθά ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη τού πλοίου 4. μαθηματικό διάγραμμα …   Dictionary of Greek

  • κανόνιον — small bar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίοις — κανόνιον small bar neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίου — κανόνιον small bar neut gen sg κανονίας one as straight as a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίων — κανόνιον small bar neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίῳ — κανόνιον small bar neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανόνια — κανόνιον small bar neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκανόνιον — τὸ, Μ αστρονομικό μαθηματικό διάγραμμα με το οποίο καθορίζονταν οι εκάστοτε συνοδικές και πανσεληνικές συζυγίες, το κανόνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κανόνιον (ΙΙ) «μαθηματικό διάγραμμα, πίνακας καθορισμού τού Πάσχα»] …   Dictionary of Greek

  • CANON — I. CANON Graece Κανὼν, regula, ad quam praeducebantur lineae. Epigrammata dedicatoria, ἀπὸ ταχυγράφων: Καὶ κανόνα γραμμῆς ἰθυπόρου ταμίην: dirigentem videl. stilum ferreum vel plumbum, ut lineae, quibus scriptura instaret, rectitudinem haberent… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”