- γαμψ-ώνυχος
γαμψ-ώνυχος, dasselbe, Epicharm. bei Ath. III, 105 b; Arist. H. A. 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαμψ-ώνυχος, dasselbe, Epicharm. bei Ath. III, 105 b; Arist. H. A. 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερρώνυξ — ώνυχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει γερά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός άλλος τ. τού στερεός + ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος), πρβλ. γαμψ ώνυξ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χαλκώνυξ — ώνυχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χάλκινα νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ῶνυξ (< ὄνυξ, υχος «νύχι»), πρβλ. γαμψ ῶνυξ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
καρτερώνυξ — καρτερῶνυξ, ώνυχος, ὁ (Α) κρατερώνυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + ῶνυξ (< όνυξ), το ω λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. γαμψ ώνυξ, στερρ ώνυξ)] … Dictionary of Greek
κερώνυξ — κερῶνυξ, ώνυχος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. ως επίθ. τού Πανός) 1. αυτός που έχει κεράτινες οπλές, νύχια ζώου 2. (κατά τον αρχ. Σχολ.) «οἱ μὲν νομίζουσι τὸν κέρασι καὶ ὄνυξι χρώμενον, οἱ δὲ τὸν ὀξύκερόν φασι, ὡς τοῡ ὄνυχος ἐνταῡθα τὴν ὀξύτητα δηλοῡντος … Dictionary of Greek