γαμψ-ῶνυξ

γαμψ-ῶνυξ

γαμψ-ῶνυξ, υχος, mit krummen Klauen, Hom. dreimal, αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, den vierten Fuß schließend, αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι Iliad. 16, 428 Od. 22, 302, αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od. 16, 217; – Hes. Sc. 405; οἰωνοί Aesch. Prom. 486; παρϑένος, Sphinx, Soph. O. R. 1192; Arist. H. A. 6, 6; ταρσός, des Adlers, Strat. 63 (XII, 221).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθυώνυξ — εὐθυῶνυξ, ὁ, ἡ και εὐθυώνυχος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει ίσια νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + όνυξ. Το ω λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. ακρ ώνυξ, γαμψ ώνυξ, κοιλ ώνυξ)] …   Dictionary of Greek

  • καρτερώνυξ — καρτερῶνυξ, ώνυχος, ὁ (Α) κρατερώνυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + ῶνυξ (< όνυξ), το ω λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. γαμψ ώνυξ, στερρ ώνυξ)] …   Dictionary of Greek

  • κερώνυξ — κερῶνυξ, ώνυχος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. ως επίθ. τού Πανός) 1. αυτός που έχει κεράτινες οπλές, νύχια ζώου 2. (κατά τον αρχ. Σχολ.) «οἱ μὲν νομίζουσι τὸν κέρασι καὶ ὄνυξι χρώμενον, οἱ δὲ τὸν ὀξύκερόν φασι, ὡς τοῡ ὄνυχος ἐνταῡθα τὴν ὀξύτητα δηλοῡντος …   Dictionary of Greek

  • κρατερώνυξ — κρατερῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ (AM) αυτός που έχει δυνατά νύχια («λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + ῶνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος) το ω οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. γαμψ ώνυξ, κοιλ ώνυξ)] …   Dictionary of Greek

  • στερρώνυξ — ώνυχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει γερά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός άλλος τ. τού στερεός + ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος), πρβλ. γαμψ ώνυξ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • φλογερώνυξ — όνυχος, ὁ, ἡ, Α (για τους ίππους τού Ηλίου) αυτός που έχει φλογερά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλογερός + ῶνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος), πρβλ. γαμψ ῶνυξ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • χαλκώνυξ — ώνυχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χάλκινα νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ῶνυξ (< ὄνυξ, υχος «νύχι»), πρβλ. γαμψ ῶνυξ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”