- καμψίον
καμψίον, τό, dim. von κάμψα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμψίον, τό, dim. von κάμψα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμψίον — καμψίον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κάμψα) μικρή θήκη, κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμψα + υποκορ. κατάλ. ίον (πρβλ. παιδ ίον, χων ίον)] … Dictionary of Greek
καμψίον — κάμπτω kam̃p as fut part act masc voc sg (doric) κάμπτω kam̃p as fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) καμψίον basket neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμψίῳ — καμψίον basket neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμψείον — καμψεῑον, τὸ (AM) [κάμψα] αντί καμψίον* … Dictionary of Greek