γεῦμα

γεῦμα

γεῦμα, τό, das Gekostete, Probe zum Kosten, Ar. Ach. 187; Eur. Cycl. 150; βαδίζειν εἰς τὰ γεύματα Diphil. Ath. XI, 499 d; Speise, Hippocr.; Vorschmack, Geschmack, λαμβάνειν γ. τινός Plat. Hipparch. 228 e. Nach Eust. vulgärer Ausdruck für ἄριστον, Imbiß, od. = δεῖπνον, Schol. Od. 12, 439.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεῦμα — taste neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεύμα — και γέμα και γιόμα, το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα) η τροφή, το φαγητό μσν. νεοελλ. 1. το πρόγευμα 2. το μεσημεριανό φαγητό, το κύριο γεύμα τής ημέρας νεοελλ. 1. η απαραίτητη ποσότητα τροφής που καταναλώνει κανείς («τρία γεύματα την ημέρα») …   Dictionary of Greek

  • γεύμα — το το σύνολο των φαγητών που τρώμε συνήθως το μεσημέρι: Με κάλεσε σε γεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • συνεστίαση — η / συνεστίασις, άσεως, ΝΜΑ, και συνεστίη Α [συνεστιῶ] το να μετέχει κάποιος στο ίδιο γεύμα, να παρακάθεται σε γεύμα μαζί με άλλους νεοελλ. γεύμα με πολλούς καλεσμένους …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • γεύμαθ' — γεύ̱ματα , γεῦμα taste neut nom/voc/acc pl γεύ̱ματι , γεῦμα taste neut dat sg γεύ̱ματε , γεῦμα taste neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεύματ' — γεύ̱ματα , γεῦμα taste neut nom/voc/acc pl γεύ̱ματι , γεῦμα taste neut dat sg γεύ̱ματε , γεῦμα taste neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάλεστος — η, ο (Μ ἀκάλεστος) [καλῶ] 1. εκείνος που δεν τόν έχουν προσκαλέσει σε γάμο, γεύμα, γιορτή «ακάλεστος στον γάμο» 2. όποιος πηγαίνει απρόσκλητος σε γάμο, γεύμα, γιορτή «τον ακάλεστο στον γάμο κάτω κάτω τόν καθίζουν» …   Dictionary of Greek

  • απόγευμα — κ. γεμα κ. γιομα, το (AM ἀπόγευμα) [γεύμα] το χρονικό διάστημα από το μεσημεριανό φαγητό (γεύμα) ως το βράδυ, απομεσήμερο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”