- ζεῦγλα
ζεῦγλα, ἡ, poet. = Folgdm, Archi. 24 (IX, 19); vgl. B. A. 1378.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεῦγλα, ἡ, poet. = Folgdm, Archi. 24 (IX, 19); vgl. B. A. 1378.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεύγλᾳ — ζεύγλᾱͅ , ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat sg (doric aeolic) ζεύ̱γλᾱͅ , ζεῦγλα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγλα — ζεῡγλα, ἡ (Α) βλ. ζεύγλη … Dictionary of Greek
ζεῦγλα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγλα — η βλ. ζεύλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεύγλας — ζεύγλᾱς , ζεύγλη loop attached to the yoke fem acc pl ζεύγλᾱς , ζεύγλη loop attached to the yoke fem gen sg (doric aeolic) ζεύ̱γλᾱς , ζεῦγλα fem acc pl ζεύ̱γλᾱς , ζεῦγλα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγλαι — ζεύγλᾱͅ , ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat sg (doric aeolic) ζεύ̱γλᾱͅ , ζεῦγλα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεῦγλαν — ζεῦγλα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγλαν — ζεύγλᾱν , ζεύγλη loop attached to the yoke fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγλη — και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα) (για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται… … Dictionary of Greek
ζεύλα — η 1. βλ. ζεύγλα 2. τμήμα τού αργαλειού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγλα*] … Dictionary of Greek
ROMA — I. ROMA Latii in Italia urbs, de cuius origine et conditore diversa legimus apud auctores. Receptissima opinio est, a Romulo et Remo fratribus conditam fuisse, unde et nomen acceperit, an. primô septimae Olympiadis, teste Dionysiô Halicarnasseô,… … Hofmann J. Lexicon universale