- γεώ-πεδον
γεώ-πεδον, τό, = γήπεδον, Grundstück, Her. 7, 98, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεώ-πεδον, τό, = γήπεδον, Grundstück, Her. 7, 98, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεώπεδον — και γεωπέδιον, το (Α) καλλιεργημένος χώρος ή κήπος μέσα σε πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + πέδον «έδαφος»] … Dictionary of Greek