- γε-ώρυχος
γε-ώρυχος, λαγιδεύς, unter der Erde sich Gänge grabend, die Erde umwühlend, Strab. III, 2, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γε-ώρυχος, λαγιδεύς, unter der Erde sich Gänge grabend, die Erde umwühlend, Strab. III, 2, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδώρυχος — και πεδωρύχος, ον, Α αυτός που ανασκάπτει το έδαφος τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ώρυχος / ωρύχος (< ὀρυσσω), πρβλ. κατ ώρυχος, χρυσ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ριζωρύχος — ὁ, Α (για σχολαστικούς γραμματικούς) αυτός που σκάβει για να βρει τις ρίζες τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ ωρύχος, τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
λιγνιτωρύχος — ο εργάτης λιγνιτωρυχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγνίτης + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. αδαμαντ ωρύχος, τυμβωρύχος] … Dictionary of Greek
μιλτωρύχος — μιλτωρύχος, ον (Α) αυτός που εξορύσσει μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. ανθρακ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
οφθαλμωρύχος — ὀφθαλμωρύχος, ον (Α) αυτός που βγάζει τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + ωρύχος (< ὀρύσσω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. τυμβ ωρύχος)] … Dictionary of Greek
σμυριδωρύχος — ο, Ν εργάτης σμυριδωρυχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + ωρύχος (< ορύσσω), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ταφρωρύχος — ο, ΝΜΑ, ταφρορύκτης («καὶ τρίτος ταφρωρύχος Ἀλεξάνδρῳ συνών»,Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
τοιχωρύχος — ο, ΝΑ 1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους 2. συνεκδ. διαρρήκτης, λωποδύτης αρχ. ως επίθ. (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ … Dictionary of Greek
τυμβωρύχος — ο, ΝΜΑ αυτός που ανοίγει τάφους για να τούς συλήσει νεοελλ. μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος μσν. ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του αρχ. αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών … Dictionary of Greek
φρεατωρύχος — ο, ΝΑ αυτός που σκάβει φρέατα, που ανοίγει πηγάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
φρεωρύχος — ο / φρεωρύχος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. αυτός που έχει ως επάγγελμα την ανόρυξη φρεάτων, φρεατωρύχος μσν. αρχ. φρεωρυχικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek