- κιθαριστύς
κιθαριστύς, ύος, ἡ, ion. = κιϑάρισις, das Citherspielen; Il. 2, 600; Phanocl. bei Stob. Floril. 64, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιθαριστύς, ύος, ἡ, ion. = κιϑάρισις, das Citherspielen; Il. 2, 600; Phanocl. bei Stob. Floril. 64, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιθαριστύς — κιθαριστύ̱ς , κιθαριστύς the art of playing the cithara fem acc pl κιθαριστύς the art of playing the cithara fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστές — κιθαριστύς, ύος, ἡ (Α) [κιθαρίζω] ιων. τ. το κιθάρισμα, η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα («ἐκλέλαθον κιθαριστύν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κιθαριστύν — κιθαριστύς the art of playing the cithara fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστύος — κιθαριστύς the art of playing the cithara fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… … Dictionary of Greek