κιθαριστρίς

κιθαριστρίς

κιθαριστρίς, ίδος, ἡ, dasselbe, im Lemma des Ep. (V, 222).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιθαριστρίδας — κιθαριστρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρίστρια — ἡ (ΑΜ κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) θηλ. τού κιθαριστής* …   Dictionary of Greek

  • κιθαριστής — και κιθαρίστας, ὁ, θηλ. κιθαρίστρια (ΑΜ κιθαριστής, οῡ, θηλ. κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) [κιθαρίζω] αυτός που παίζει κιθάρα (α. «ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί», Ησίοδ. β. «αὐλητρίδων, ψαλτριῶν, κιθαριστριῶν», Πολυδ.) αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”