κιθαριστικός — κιθαριστικός, ή, όν (Α) [κιθαρίζω] 1. αυτός που αναφέρεται στο παίξιμο τής κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ τἆλλα πάντα τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαριστική η τέχνη να παίζει κάποιος… … Dictionary of Greek
κιθαριστικός — skilled in citharaplaying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστικόν — κιθαριστικός skilled in citharaplaying masc acc sg κιθαριστικός skilled in citharaplaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστικοῦ — κιθαριστικός skilled in citharaplaying masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστικῆς — κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστικῇ — κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστική — κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστικήν — κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστικῶς — κιθαριστικός skilled in citharaplaying adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστικωτέρα — κιθαριστικωτέρᾱ , κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem nom/voc/acc comp dual κιθαριστικωτέρᾱ , κιθαριστικός skilled in citharaplaying fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούμα — κροῡμα, τὸ (Α) [κρούω] 1. κρούση, χτύπημα 2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ. β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα»,… … Dictionary of Greek