κινναμώμινος

κινναμώμινος

κινναμώμινος, von Zimmt gemacht; μύρον Pol. bei Ath. X, 439 b; πύλαι Luc. V. H. 2. 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινναμώμινος — κινναμώμινος, ίνη, ον (Α) [κιννάμωμον] αυτός που παρασκευάζεται από κιννάμωμο ή με κιννάμωμο* …   Dictionary of Greek

  • κινναμώμινον — κινναμώμινος prepared from masc acc sg κινναμώμινος prepared from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινναμωμίνου — κινναμώμινος prepared from masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινναμωμίνῳ — κινναμώμινος prepared from masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινναμώμινα — κινναμώμινος prepared from neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινναμώμινοι — κινναμώμινος prepared from masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”