γεννητός

γεννητός

γεννητός, erzeugt, Plat. Tim. 52 a; υἱός, im Ggstz von ποιητός, Legg. XI, 923 e; sterblich, Luc. Icarom. 2; D. Hal. 5, 29. Vgl. γενητός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεννητός — γεννητός, ή, όν (AM) [γεννώ] αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα τής Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῑς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῡ Βαπτιστοῡ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε… …   Dictionary of Greek

  • γεννητός — begotten masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητόν — γεννητός begotten masc acc sg γεννητός begotten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητοῖς — γεννητός begotten masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητοί — γεννητός begotten masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητούς — γεννητός begotten masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητῆς — γεννητός begotten fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητή — γεννητός begotten fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητῶς — γεννητός begotten adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννητῷ — γεννητός begotten masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλογέννητος — κοχλογέννητος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο γέννητος, πορφυρο γέννητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”