- κεδαίω
κεδαίω, poet. = Folgdm; ἔμελλον μελεϊστὶ κεδαιόμενος ϑανέεσϑαι Ap. Rh. 2, 626; Nic. Al. 545 Th. 425.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεδαίω, poet. = Folgdm; ἔμελλον μελεϊστὶ κεδαιόμενος ϑανέεσϑαι Ap. Rh. 2, 626; Nic. Al. 545 Th. 425.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεδαίω — (Α) (επικ. τ.) βλ. κεδάννυμι … Dictionary of Greek
σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… … Dictionary of Greek