- κιβδηλία
κιβδηλία, ἡ (vgl. κιβδηλεία; eigtl. das κίβδηλος sein), Verfälschung des Geldes, übh. Betrug, Falschheit; τοῦ βίου Ar. Av. 158; Sp., wie D. Cass. 52, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιβδηλία, ἡ (vgl. κιβδηλεία; eigtl. das κίβδηλος sein), Verfälschung des Geldes, übh. Betrug, Falschheit; τοῦ βίου Ar. Av. 158; Sp., wie D. Cass. 52, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιβδηλία — κιβδηλίᾱ , κιβδηλία adulteration fem nom/voc/acc dual κιβδηλίᾱ , κιβδηλία adulteration fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κιβδηλίᾱ , κιβδηλιάω look like adulterated gold pres imperat act 2nd sg κιβδηλίᾱ , κιβδηλιάω look like adulterated gold … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδηλία — η 1. ηιδιότητα του κίβδηλου, πλαστότητα, νοθεία: Πιάστηκε για κιβδηλία χαρτονομισμάτων. 2. δολιότητα του χαρακτήρα, ανειλικρίνεια: Η κιβδηλία του δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιβδηλία — η (ΑΜ κιβδηλία, Α ιων. τ. κιβδηλίη) βλ. κιβδηλεία … Dictionary of Greek
κιβδηλίας — κιβδηλίᾱς , κιβδηλία adulteration fem acc pl κιβδηλίᾱς , κιβδηλία adulteration fem gen sg (attic doric aeolic) κιβδηλίᾱς , κιβδηλιάω look like adulterated gold imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδηλίαν — κιβδηλίᾱν , κιβδηλία adulteration fem acc sg (attic doric aeolic) κιβδηλίᾱν , κιβδηλιάω look like adulterated gold imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κιβδηλίᾱν , κιβδηλιάω look like adulterated gold imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδηλιᾶν — κιβδηλία adulteration fem gen pl (doric aeolic) κιβδηλιάω look like adulterated gold pres part act masc voc sg (doric aeolic) κιβδηλιάω look like adulterated gold pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κιβδηλιάω look like adulterated… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδηλίαις — κιβδηλία adulteration fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδηλίης — κιβδηλία adulteration fem gen sg (epic ionic) κιβδηλιάω look like adulterated gold imperf ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχάραξη — Η παραποίηση ή η νόθευση νομίσματος, χάρτινου ή μεταλλικού, με σκοπό να τεθεί σε κυκλοφορία ως γνήσιο, καθώς και η προμήθεια ενός τέτοιου παραποιημένου ή νοθευμένου νομίσματος για τον ίδιο σκοπό. Κατά την ελληνική νομοθεσία, το αδίκημα τιμωρείται … Dictionary of Greek
κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός … Dictionary of Greek
κιβδηλεία — Η ελάττωση της εσωτερικής αξίας μεταλλικού νομίσματος με οποιονδήποτε μηχανικό ή χημικό τρόπο (περικοπή, διάτρηση, ρίνισμα κλπ.). Χαρακτηριστικό της κ. είναι ότι επιφέρει μείωση της αξίας της ύλης που περιέχεται στο νόμισμα, χωρίς όμως να θίγει… … Dictionary of Greek