- κιβδηλίς
κιβδηλίς, ίδος, ἡ, Metallschlacke, VLL,; vgl. B. A. 275, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιβδηλίς, ίδος, ἡ, Metallschlacke, VLL,; vgl. B. A. 275, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίβδηλις — και κιβδηλίς, ἡ (Α) [κίβδηλος] (κατά τον Ησύχ.) «ἔστι δὲ κίβδηλις ἐν τοῑς μετάλλοις σκωρία, ἀφ ἧς πᾱν φαῡλον κίβδηλον, μοχθηρόν, ψεῡμα, νόθον, ἀδόκιμον» … Dictionary of Greek
κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός … Dictionary of Greek