κιναιδεία

κιναιδεία

κιναιδεία, ἡ, = κιναιδία; neben ἀνανδρία Aesch. 1, 131; plur., Demetr. Eloe. 97.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιναιδεία — κιναιδεία, ἡ (Α) [κιναιδεύομαι] 1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία 2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῑαι οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων …   Dictionary of Greek

  • κιναιδείας — κιναιδείᾱς , κιναιδεία unnatural lust fem acc pl κιναιδείᾱς , κιναιδεία unnatural lust fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδία — κιναιδία, ἡ (Α) [κίναιδος] 1. κιναιδεία* 2. η αναίσχυντη και κακοήθης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • λακκοπρωκτία — λακκοπρωκτία, ἡ (Α) [λακκόπρωκτος] 1. το να έχει κάποιος ευρύ πρωκτό 2. η παρά φύσιν συνουσία, κιναιδεία …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”