- κιναιδεύομαι
κιναιδεύομαι, = κιναιδίζομαι, Schol. Luc. Iov. trag. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιναιδεύομαι, = κιναιδίζομαι, Schol. Luc. Iov. trag. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιναιδεύομαι — (Α) [κίναιδος] είμαι κίναιδος* … Dictionary of Greek
κιναιδεύοιντο — κιναιδεύομαι to be a pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek
κιναιδεία — κιναιδεία, ἡ (Α) [κιναιδεύομαι] 1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία 2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῑαι οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων … Dictionary of Greek