- κιναιδιαῖος
κιναιδιαῖος, liederlich lebend, Artemid. 2, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιναιδιαῖος, liederlich lebend, Artemid. 2, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιναιδιαίος — κιναιδιαῑος, ία, ον (Α) [κίναιδος] αυτός που αναφέρεται ή προσιδιάζει στη συμπεριφορά κιναίδου … Dictionary of Greek