γενικός

γενικός

γενικός, zum Geschlecht gehörig; dah. seit Arist. top. 1, 5. 7 bes. bei Sp., wie Luc. salt. 34 u. Dion. H., der Gegensatz von εἰδικός, generell; so adv. = im Allgemeinen, M. Ant. 8, 55. – Bei Dion. Hal. = die römischen gentes betreffend, z. B. 4, 14 φυλαί. – Bei Gramm. ἡ γ., sc. πτῶσις, casus genitivus.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γενικός — belonging to masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενικός — ή, ό (AM γενικός, ή, όν) 1. αυτός που αφορά ή ανήκει στο γένος ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο γένος 2. το θηλ. ως ουσ. η γενική η δεύτερη πτώση τών ονομάτων νεοελλ. 1. αόριστος, ασαφής 2. (ως βαθμός ανώτερων… …   Dictionary of Greek

  • γενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι κοινός σε όλους, που ισχύει για όλους, καθολικός: Οργανώθηκε γενική απεργία. 2. αυτός που δεν έχει καθοριστεί, ο ασαφής, ο αόριστος: Μου έδωσε μόνο μια γενική εικόνα της καταστροφής. 3. αυτός που είναι υπεύθυνος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενικά — γενικός belonging to neut nom/voc/acc pl γενικά̱ , γενικός belonging to fem nom/voc/acc dual γενικά̱ , γενικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενικώτερον — γενικός belonging to adverbial comp γενικός belonging to masc acc comp sg γενικός belonging to neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενικωτάτων — γενικός belonging to fem gen superl pl γενικός belonging to masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενικωτέραις — γενικός belonging to fem dat comp pl γενικωτέρᾱͅς , γενικός belonging to fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενικωτέρων — γενικός belonging to fem gen comp pl γενικός belonging to masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενικῶν — γενικός belonging to fem gen pl γενικός belonging to masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενικόν — γενικός belonging to masc acc sg γενικός belonging to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενικώτατα — γενικός belonging to adverbial superl γενικός belonging to neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”