γενικός — belonging to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικός — ή, ό (AM γενικός, ή, όν) 1. αυτός που αφορά ή ανήκει στο γένος ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο γένος 2. το θηλ. ως ουσ. η γενική η δεύτερη πτώση τών ονομάτων νεοελλ. 1. αόριστος, ασαφής 2. (ως βαθμός ανώτερων… … Dictionary of Greek
γενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι κοινός σε όλους, που ισχύει για όλους, καθολικός: Οργανώθηκε γενική απεργία. 2. αυτός που δεν έχει καθοριστεί, ο ασαφής, ο αόριστος: Μου έδωσε μόνο μια γενική εικόνα της καταστροφής. 3. αυτός που είναι υπεύθυνος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενικά — γενικός belonging to neut nom/voc/acc pl γενικά̱ , γενικός belonging to fem nom/voc/acc dual γενικά̱ , γενικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικώτερον — γενικός belonging to adverbial comp γενικός belonging to masc acc comp sg γενικός belonging to neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικωτάτων — γενικός belonging to fem gen superl pl γενικός belonging to masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικωτέραις — γενικός belonging to fem dat comp pl γενικωτέρᾱͅς , γενικός belonging to fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικωτέρων — γενικός belonging to fem gen comp pl γενικός belonging to masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικῶν — γενικός belonging to fem gen pl γενικός belonging to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικόν — γενικός belonging to masc acc sg γενικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενικώτατα — γενικός belonging to adverbial superl γενικός belonging to neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)