- κενε-αύχημα
κενε-αύχημα, τό, leere Prahlerei, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενε-αύχημα, τό, leere Prahlerei, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενεαύχημα — κενεαύχημα, τὸ (Μ) ματαιοδοξία, κενοδοξία, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (βλ. κεν[ο] ) + αὔχημα (< αὐχῶ «καυχιέμαι»)] … Dictionary of Greek