- κενε-αυχής
κενε-αυχής, ές, leer, d. i. mit eiteln Dingen prahlend, Il. 8, 230 u. sp. D., wie Zenodot. bei D. L. 7, 30. Vgl. κεναυχής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενε-αυχής, ές, leer, d. i. mit eiteln Dingen prahlend, Il. 8, 230 u. sp. D., wie Zenodot. bei D. L. 7, 30. Vgl. κεναυχής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλαυχής — μεγαλαυχής, ές (Α, Μ μεγαλαύχης, ες) μεγάλαυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. κενε αυχής] … Dictionary of Greek
eu̯egʷh- — eu̯egʷh English meaning: to praise, worship Deutsche Übersetzung: “feierlich, rũhmend, prahlend sprechen, also especially religiös geloben, preisen” Material: u̯egʷh : O.Ind. ved. vügha t “ the vowing, worshiper, organizer of a… … Proto-Indo-European etymological dictionary
κενεαυχής — και κεναυχής, ές (Α) αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχής, πολυ αυχής] … Dictionary of Greek