- γενειατης
γενειατης, ὁ, ion. γενειήτης (auch Theocr. 17, 33), bärtig, Luc. Bis acc. 28; τράγοι Antip. Sid. 61 (XI, 158).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενειατης, ὁ, ion. γενειήτης (auch Theocr. 17, 33), bärtig, Luc. Bis acc. 28; τράγοι Antip. Sid. 61 (XI, 158).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γενειάτης — και γενειήτης, ο (Α) [γένειον] αυτός που έχει γένεια, ο γενειοφόρος … Dictionary of Greek
γενειητῶν — γενειάτης bearded masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειήτην — γενειάτης bearded masc acc sg (attic epic ionic) γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειήτης — γενειάτης bearded masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειήτῃ — γενειάτης bearded masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειάτας — γενειά̱τᾱς , γενειάτης bearded masc acc pl γενειά̱τᾱς , γενειάτης bearded masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρογενειάτης — μακρογενειάτης, ὁ (Μ) [μακρογένειος] μακρογένης, αυτός που έχει μακριά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γενειάτης (< γένειον)] … Dictionary of Greek
γενειήταν — γενειήτᾱν , γενειάτης bearded masc acc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειήτεω — γενειήτεω̆ , γενειάτης bearded masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)