γενετήρ

γενετήρ

γενετήρ, ῆρος, ὁ, Erzeuger, Arist. mund. 5 u. sp. D., wie Agath. 39 (VII, 602); plur., die Eltern, Mus. 125.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γενετήρ — γενετήρ, ο (Α) 1. ο πατέρας 2. πληθ. γενετῆρες, οἱ οι γονείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε τήρ από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρίζας γεν τού γίγνομαι*] …   Dictionary of Greek

  • γενετήρ — parents masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρα — γενετήρ parents masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρας — γενετήρ parents masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρες — γενετήρ parents masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρι — γενετήρ parents masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρος — γενετήρ parents masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆρσιν — γενετήρ parents masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετήρων — γενετήρ parents masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • αειγενετήρ — ἀειγενετήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που διαρκώς γεννά, παράγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενετήρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”