γενετῇ — γενετή the hour of birth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετή — the hour of birth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετή — (genetta). Επιστημονική ονομασία είδους σαρκοβόρων ζώων της οικογένειας των μοσχογαλιδών, που την αποτελούν ζώα μήκους περίπου 1 μ., με κηλιδωτό τρίχωμα, ευκίνητα και αιμοβόρα. Όπως όλα τα αιλουροειδή και τα αρπακτικά, έτσι και τα σαρκοβόρα αυτά… … Dictionary of Greek
γενέτῃ — γενέτης begetter masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετῆς — γενετή the hour of birth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετῇσι — γενετή the hour of birth fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετῇσιν — γενετή the hour of birth fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετήν — γενετή the hour of birth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
γενετάρχης — γενετάρχης, ο (Μ) ο Δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενετή + άρχης < άρχω] … Dictionary of Greek
τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… … Dictionary of Greek