γενετή

γενετή

γενετή, , Geburt; Hom. zweimal, ἐκ γενετῆς Versanfang, Odyss. 18, 6 Iliad. 24, 535, var. lect. ἐκ γενεῆς, Scholl. Didym. Odyss. 18, 6 ἐκ γενετῆς: ἐκ γε νεῆς, διχῶς, d. h. Aristarch las hier in der einen seiner beiden Ausgaben ἐκ γενετῆς, in der anderen ἐκ γενεῆς; – bei Her. steht jetzt 8, 23 ἐκ γενεῆς; Arist. Eth. 6, 13 u. öfter; Pol. 3, 20, 4 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γενετῇ — γενετή the hour of birth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετή — the hour of birth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετή — (genetta). Επιστημονική ονομασία είδους σαρκοβόρων ζώων της οικογένειας των μοσχογαλιδών, που την αποτελούν ζώα μήκους περίπου 1 μ., με κηλιδωτό τρίχωμα, ευκίνητα και αιμοβόρα. Όπως όλα τα αιλουροειδή και τα αρπακτικά, έτσι και τα σαρκοβόρα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • γενέτῃ — γενέτης begetter masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆς — γενετή the hour of birth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῇσι — γενετή the hour of birth fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῇσιν — γενετή the hour of birth fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετήν — γενετή the hour of birth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • γενετάρχης — γενετάρχης, ο (Μ) ο Δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενετή + άρχης < άρχω] …   Dictionary of Greek

  • τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”